- προσικνούμαι
- -έομαι, Α1. προσέρχομαι, φθάνω («δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῑται», Αισχύλ.)2. φθάνω μέχρι... («τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων προσίξεται», Αισχύλ.)3. πλησιάζω ως ικέτης («προσίζομαι μεσόμφαλον θ' ἵδρυμα Λοξίου πέδον», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἱκνοῦμαι «έρχομαι, φθάνω»].
Dictionary of Greek. 2013.