προσικνούμαι

προσικνούμαι
-έομαι, Α
1. προσέρχομαι, φθάνω («δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῑται», Αισχύλ.)
2. φθάνω μέχρι... («τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων προσίξεται», Αισχύλ.)
3. πλησιάζω ως ικέτης («προσίζομαι μεσόμφαλον θ' ἵδρυμα Λοξίου πέδον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἱκνοῦμαι «έρχομαι, φθάνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απρόσικτος — ἀπρόσικτος, ον (Α) [προσικνούμαι] ανέφικτος …   Dictionary of Greek

  • ικνούμαι — ἱκνοῡμαι, έομαι (Α) 1. έρχομαι, φθάνω σε κάτι 2. έρχομαι στο σπίτι κάποιου 3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω, κυριεύω 4. έρχομαι σε κάποιον ως ικέτης, ικετεύω 5. απρόσ. ἱκνεῑται αρμόζει, πρέπει 6. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως επίθ.) ἱκνούμενον… …   Dictionary of Greek

  • προσίκτης — ὁ, Α [προσικνοῡμαι] προσίκτωρ* …   Dictionary of Greek

  • προσίκτωρ — ορος, ὁ, Α [προσικνοῡμαι] 1. αυτός που προσέρχεται σε ναό ως ικέτης («σεμνὸς προσίκτωρ ἐν τρόποις Ἰξίονος», Αισχύλ.) 2. (για θεό) αυτός προς τον οποίο καταφεύγει κανείς ως ικέτης, ο προστάτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”